- αποβγάνω
- κ. -βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. -βγάλλω)1. διώχνω, απομακρύνω2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ4. βγάζω τελείως5. βγάζω κάποιον απ' τη μέση, δολοφονώ6. τιμωρώμσν.1. (για κόρη) παντρεύω2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω3. τιμωρώ.
Dictionary of Greek. 2013.